дедовский - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

дедовский - translation to πορτογαλικά


дедовский      
do avô ; (старинный) avoengo, dos avós, antigo
do avô      
дедовский
do avô      
дедовский

Ορισμός

ДЕДОВСКИЙ
1. см. ДЕД
.
2. очень старый или устарелый.
Дедовские обычаи. По дедовски (нареч.) работает. Старым де довским способом (давно испытанным).

Βικιπαίδεια

Дедовский
Де́довский — топоним:
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για дедовский
1. Спас меня дедовский способ, которым поделился сосед.
2. - Есть простой дедовский способ: серебрение воды.
3. И поехал к маме, искать валенки и тулуп дедовский.
4. - Но ведь есть простой дедовский способ: серебрение воды.
5. Красноярский и дедовский случаи прогремели на всю страну.